Απελθέτω απ’ εμού τον ποτήριον τουτο
Ξάφνου βρέθηκα να ξυπνάω ξαπλωμένος κουλουριαστά στη μέση από το πουθενά. Ένιωθα τα κόκαλά μου να με πονάνε τόσο, όσο ήταν αρκετό για να νιώσω εκείνη τη χαρακτηριστική γλυκιά εξάντληση, όπως τότε που έτρεχα λαχανιασμένος από κάθε λογής άθλημα κι έπεφτα με μιας να ξεκουραστώ στην τρυφερή αγκαλιά από τη γιαγιά μου. Τα πνευμόνια μου είχαν όπως τότε, έτσι και τώρα, την ίδια διέγερση, μόνο που, αυτή τη φορά, ο βήχας δεν έλεγε να κοπάσει. Που και που αναγκαζόμουν να φτύνω λευκά, διαφανή φλέματα, για να μπορώ να έχω την αίσθηση ότι ανακουφίζομαι, μολονότι μετά από λίγα μόλις λεπτά γινόταν το ίδιο από την αρχή κι από την αρχή κι από την αρχή, μέχρι να το συνηθίσω πλήρως και να μη μου προκαλεί πια εντύπωση, λες κι επρόκειτο πια για κάτι επαναλαμβανόμενο, όπως η ίδια μου η ανάσα. Βέβαια κι αυτή η ανάσα με…
View original post 1,331 more words